- μαλλωτός
- -ή, -ό (AM μαλλωτός, -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [μαλλός]γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτόςβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 περίπου είδη, θάμνους ή δέντρα, τής νοτιοανατολικής Ασίας και τής Αυστραλίαςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλλωτόνείδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
Dictionary of Greek. 2013.